- Ἄθωοι
- Ἄθῳοςmasc nom/voc plἈθῶοςmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀθῷοι — Ἀθῷος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθῷοι — ἀθῷος scot free masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθῶιοι — ἀθῷοι , ἀθῷος scot free masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Maro Douka — Born 1947 Chania, Greece Occupation Novelist Nationality Greek … Wikipedia
Гипарис, Павлос — Павлос Гипарис Παύλος Γύπαρης Дата рождения 1882 год(1882) Место рождения село Аси Гониа, Хания … Википедия
Ναΐτες — θρησκευτικό ιπποτικό τάγμα που ιδρύθηκε το 1118 με σκοπό την προστασία των προσκυνητών, οι οποίοι πήγαιναν στους Αγίους Τόπους, και την άμυνα της Παλαιστίνης από τους Σαρακηνούς. Τον πυρήνα του τάγματος αποτέλεσε ο ιππότης Ούγο ντε Παγιάν από την … Dictionary of Greek
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek
χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… … Dictionary of Greek
Αθάνιο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 191 κάτ.) της Λευκάδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Απολλωνίων. Απλώνεται στις δυτικές πλαγιές του βουνού Λευκάτα. Μέχρι το 1998 ήταν έδρα της ομώνυμης κοινότητας, που εκτεινόταν σε όλη την περιοχή του Λευκάτα … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek